- ἀρχιερατικῶν
- ἀρχιερατικόςof thefem gen plἀρχιερατικόςof themasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρονικός — ή, ό [θρόνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρόνο 2. φρ. (στην Κύπρο) «θρονικές επιτροπείες» οι επιτροπείες που διοικούν και διαχειρίζονται την περιουσία τών αρχιερατικών θρόνων … Dictionary of Greek